- Ρουσό, Ζαν-Ζακ
- (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την Εγκυκλοπαίδεια (Encyclopedie) έγραψε άρθρα πάνω σε μουσικά θέματα, που αργότερα συγκέντρωσε στο Λεξικό μουσικής (Dictionnaire de musique, 1767). Το 1750 έλαβε μέρος σε ένα δημόσιο διαγωνισμό, που είχε προκηρύξει η Ακαδημία της Ντιζόν με θέμα: «Αν η πρόοδος των επιστημών και των τεχνών συνέβαλε ή όχι στον εξευγενισμό των ηθών». Ο Λόγος περί των επιστημών και των τεχνών, που έγραψε με την ευκαιρία του διαγωνισμού αυτού, τον έκανε ξαφνικά διάσημο, τοποθετώντας τον στο κέντρο των κύκλων των διανοουμένων και της κοσμικής ζωής του Παρισιού της εποχής. Στην περίοδο αυτή χρονολογείται η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε ως συνθέτης του μουσικού ιντερμέτζου Ο μάγος του χωριού, (1752) και η πολεμική του με τον Ραμό. Γρήγορα όμως ήρθε σε σύγκρουση εξαιτίας του ντροπαλού, αλλά και δύστροπου χαρακτήρα του, με τους κύκλους του παρισινού διαφωτισμού· αφού ξαναγύρισε για λίγο στη Γενεύη, όπου οι εκκεντρικότητέ του και ο δύστροπος χαρακτήρας του τού δημιούργησαν πολλούς εχθρούς, εγκαταστάθηκε στο δάσος του Μονμορανσί, στα περίχωρα του Παρισιού, σε ένα σπίτι που του διέθεσε η Μαντάμ ντ’ Επινέ. Στην περίοδο αυτή (1758-62) ανάγεται η συγγραφή των σημαντικότερων έργων του: Ιουλία ή η Νέα Ελοΐζα, μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1761 και στο οποίο υποστηρίζεται ότι ο συζυγικός δεσμός δεν πρέπει να στηρίζεται στις συμβατικότητες της κοινωνίας, αλλά στην ελεύθερη εκλογή που υπαγορεύεται μόνο από τον έρωτα, καθώς και δυο έργα που έμελλε να τον κάνουν αθάνατο στην ιστορία της σκέψης: Αιμίλιος, με φιλοσοφικοπαιδαγωγικό χαρακτήρα και Κοινωνικό Συμβόλαιο, με φιλοσοφικοπολιτικό χαρακτήρα. Αναγκασμένος, μετά τη δημοσίευση των δυο αυτών έργων του, να φύγει από τη Γαλλία, κατέφυγε στη Μεγάλη Βρετανία ως φιλοξενούμενος του Χιουμ. Έπειτα, αφού συγκρούστηκε μαζί του, ξαναγύρισε στο Παρίσι, όπου έζησε την ανήσυχη ζωή που περιγράφει στις Ονειροπολήσεις του μοναχικού περιπατητή, που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του (1872). Μετά τον θάνατό του επίσης εκδόθηκαν Οι εξομολογήσεις (1781-88), η πολυτιμότερη πηγή για τη μελέτη της πνευματικής και της ηθικής συγκρότησης του συγγραφέα.
Η γραμμή που κυριαρχεί στο έργο του Ρ. είναι η αντίθεση μεταξύ του «φυσικού» ανθρώπου και του «τεχνητού» ανθρώπου που κατασκευάζει η κοινωνία: θέμα που ανέπτυξε με μεγάλη δύναμη στο πρώτο αληθινά σημαντικό έργο του, τον Λόγο για την καταγωγή και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων (1755). Η «φυσική κατάσταση» δεν είναι, τελικά, μια κατάσταση που υπήρξε ποτέ πραγματικά στην ανθρώπινη ιστορία: είναι μάλλον ένας κανόνας κρίσης που χρησιμεύει στον Ρ. για να καταγγείλει τις αδικίες και τις αυθαιρεσίες της λεγόμενης «πολιτισμένης» σύγχρονης κοινωνίας. Στη «φυσική κατάσταση» δεν υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων. Οι άνθρωποι γεννιούνται όλοι εξίσου ελεύθεροι. Η ανισότητα, η καταπίεση, είναι αποτέλεσμα μιας οργάνωσης της κοινωνίας που είναι αντίθετη προς τη «φύση» και τη «λογική» του ανθρώπου. Ο στόχος, εναντίον του οποίου στρέφεται, είναι, κυρίως, η μοναρχική απολυταρχία όπου ποδοπατούνται και παραγνωρίζονται τα «ανθρώπινα δικαιώματα» (το habeas corpus, η ελευθερία της συνείδησης, του τύπου, του συνέρχεσθαι κλπ.). Η πολεμική του Ρ. φαίνεται να τοποθετείται εδώ μέσα στο πλαίσιο του φυσικού δικαίου και της φιλελεύθερης σκέψης. Ο άνθρωπος είναι προικισμένος «από τη φύση», δηλαδή πριν και ανεξάρτητα από κάθε κοινωνία, με απαράγραπτα δικαιώματα που τον κάνουν ιερό και απαραβίαστο. Η κοινωνία προέρχεται από ένα «συμβόλαιο» με το οποίο οι άνθρωποι αποφασίζουν να δημιουργήσουν μια κοινή τάξη που να εγγυάται και να προστατεύει, με τη δύναμη των νόμων, το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε συμβαλλόμενου. Όταν, όπως στην περίπτωση της απόλυτης μοναρχίας, η κοινωνία δεν χρησιμεύει για την εγγύηση των δικαιωμάτων αυτών που ανήκουν από τη φύση σε κάθε άτομο αλλά, αντίθετα, τα παραβιάζει και τα καταπατεί, δεν είναι πια κοινωνία, αλλά ένα δεσποτικό καθεστώς που πρέπει να καταδικαστεί και να συντριβεί στο όνομα των «φυσικών ελευθεριών». Η πολεμική όμως του Ρ. δεν σταματά εδώ, αλλά προχωρεί πιο πέρα. Δεν καταπολεμά μόνο τη μοναρχική απολυταρχία με τα «προνόμιά της» και τις «δουλείες» της, αλλά και το πολιτικό ιδεώδες των φιλοσόφων και των εγκυκλοπαιδιστών (αυτός είναι ο αληθινός λόγος της απομάκρυνσης του από αυτούς), δηλαδή τη γεννώμενη φιλελεύθερη αστική κοινωνία. Σύμφωνα με τη σκέψη του φιλελεύθερου φυσικού δικαίου από την οποία εμπνέεται το μεγαλύτερο μέρος των φιλοσόφων του διαφωτισμού, αρχίζοντας από τον Βολτέρο, η κοινωνία δεν είναι μια αξία, αλλά είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο μια πρακτική λύση, στην οποία καταφεύγει το άτομο για να προστατεύσει την ασφάλειά του. Τελικός σκοπός είναι και μένει, αποκλειστικά, η ατομική ελευθερία, η ατομική ιδιοκτησία. Το κράτος έχει μόνο το καθήκον να ρυθμίζει και να κάνει δυνατή, μέσω του δικαίου, τη συμβίωση των υποκειμενικών βουλήσεων. Αλλά, για τον Ρ., το είδος αυτό της κοινωνίας είναι ένα νόθο κατασκεύασμα, γιατί, ενώ δεν παραχωρεί την πλήρη ή απόλυτη ελευθερία της φυσικής κατάστασης δεν δημιουργεί, από το άλλο μέρος, ένα νέο «ηθικό σώμα», αλλά μόνο νομιμοποιεί και εξαίρει την ανισότητα και τον συναγωνισμό των συμφερόντων. Το κακό, επομένως, της γεννώμενης φιλελεύθερης αστικής κοινωνίας συνίσταται κατά τον Ρ. στο γεγονός ότι κάνει τον άνθρωπο ένα «μεικτό» ov, εσωτερικά διαιρεμένο, που ανήκει ταυτόχρονα στη φυσική και στην κοινωνική κατάσταση, «αστό» και ταυτόχρονα «πολίτη». Έτσι το πολιτικό πρόβλημα τείνει να διαμορφωθεί στο εξής δίλημμα: υπάρχει ή η κοινωνική ανεξαρτησία του φυσικού ανθρώπου ή η κοινωνία. Η ύπαρξη της κοινωνίας πρέπει όμως να προέλθει από την πλήρη αποξένωση ή παραίτηση του καθενός από τα φυσικά του δικαιώματα υπέρ της κοινωνίας. Με ένα τέτοιο «κοινωνικό συμβόλαιο» το άτομο παραχωρεί, βέβαια, στην ολότητα όλη την παλαιότερη ελευθερία του αλλά για να γίνει στο μεταξύ κυρίαρχο μέλος, δηλαδή για να αποκτήσει μέσα στην κοινωνία μια νέα ελευθερία, όχι πια εγωιστική και φυσική, αλλά ηθική και ανθρώπινη. Η κοινωνία δεν είναι πια, στην περίπτωση αυτή, η απλή νόμιμη εγγύηση των αντιτιθέμενων ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά ένα ενιαίο και ομοιογενές σώμα που προέρχεται από τη συγχώνευση των ατομικών συμφερόντων, του οποίου η έκφραση –η «γενική θέληση»– είναι κάτι περισσότερο από την αριθμητική άθροιση των θελήσεων των ατομικών βουλήσεων. Η αληθινή ελευθερία λοιπόν δεν είναι, κατά τον Ρ., η φιλελεύθερη αντίληψη για την ελευθερία ή η ελευθερία του ατόμου από την κοινωνία, αλλά αντίθετα είναι η ελευθερία της κοινωνίας. Ο λαός, μόνος και αληθινός κυρίαρχος, δεν μπορεί ούτε να παραχώρησει την κυριαρχία του στην κυβέρνηση ή στον ηγεμόνα, ούτε να τη μοιραστεί με αυτούς. Κυβέρνηση, Κοινοβούλιο, Δικαιοσύνη πρέπει να μένουν υπό τη μόνη και αδιαίρετη κυριαρχία του λαού. Ο λαός είναι μόνιμα κυρίαρχος· η γενική θέληση μπορεί πάντα να καταργήσει το Σύνταγμα και τους νόμους που έθεσε η ίδια. Οι βουλευτές δεν είναι οι αντιπρόσωποι του λαού, είναι οι «επίτροποί» του, που ο λαός μπορεί vα ανακαλέσει και vα απολύσει κάθε στιγμή. Αυτό είναι το πρότυπο μιας πολιτικής δημοκρατίας, όχι τυπικής αλλά ουσιαστικής, από την οποία εμπνεύστηκαν οι πιο προοδευτικοί πρωταγωνιστές της Γαλλικής Επανάστασης. Χαράζοντας το πρότυπο αυτό, ο Ρ. επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις αρχαίες δημοκρατίες (Σπάρτη, Ρώμη) που κατά τη γνώμη του ήταν υποδείγματα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη συγχώνευση και την ταύτιση που είχαν πετύχει, της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, του κράτους και του πολίτη. Το θέμα του «φυσικού ανθρώπου», που απορροφήθηκε και ξεπεράστηκε κατά κάποιον τρόπο στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, ξαναπαρουσιάζεται και κυριαρχεί στον Αιμίλιο, όπου στην καθιερωμένη εκπαίδευση που καταπιέζει και καταστρέφει με ένα τεχνητό εποικοδόμημα την αρχική φύση του ανθρώπου, ο Ρ. αντιτάσσει μια εκπαίδευση που θέτει ως μοναδικό σκοπό της τη διατήρηση και την ενίσχυση της φύσης αυτής. Στόχος της πολεμικής είναι κι εδώ είτε το πρόσωπο του αυλικού και της αυλικής κοινωνίας είτε ο άνθρωπος της νέας κοινωνίας του χρήματος. Η προσπάθεια του παιδαγωγού δεν πρέπει να τείνει στη διαμόρφωση του ανθρώπου σύμφωνα με τις τάσεις και τις συμβατικότητες που επικρατούν, αλλά πρέπει να έχει τέτοια κατεύθυνση, ώστε η φυσική και πνευματική ανάπτυξη του παιδιού να γίνεται τελείως αυθόρμητα, έτσι που κάθε νέο απόκτημά του να είναι μια δημιουργία, και που τίποτε να μην προέρχεται από έξω, αλλά όλα από μέσα, σύμφωνα με το αίσθημα και το ένστικτο του διδασκόμενου. Ο δάσκαλος επομένως δεν πρέπει να προσπαθεί να εμπεδώσει στον μαθητή του αξίες και έννοιες αντίθετες με τις τάσεις που αντιστοιχούν στην ηλικία του, αλλά πρέπει να περιορίζεται στην αφαίρεση των εμποδίων που θα περιόριζαν την ελεύθερη ανάπτυξη της φύσης του. Ο τύπος αυτός της αρνητικής εκπαίδευσης θα οδηγήσει σιγά-σιγά το παιδί ν’ αντιληφθεί εκείνο για το οποίο είναι πραγματικά ικανό και να καταλάβει αυθόρμητα τη βαθύτερη και αληθινή πνευματικότητά του. Πρόδρομος της νεότερης δημοκρατίας, σαν άνθρωπος που ένοιωσε πρώτος και με έντονο τρόπο τι σημαίνουν οι έννοιες «λαός» και «λαϊκή κυριαρχία», χωρίς να περιορίζεται να ζητά για τον λαό μόνο δικαιώματα, αλλά δίνοντας συγχρόνως στο συλλογικό αυτό ον ενεργή και υπεύθυνη ύπαρξη, ο Ρ. απομακρύνεται από την παράταξη των φιλοσόφων του διαφωτισμού με το νέο και σχεδόν προρομαντικό νόημα που δίνει στη «φύση», που δεν νοείται πια ως γεωμετρική ή μηχανική τάξη (κατά τον τρόπο του Λα Μετρί, του Ολμπάκ κλπ.), αλλά ως αυθόρμητη δημιουργική δύναμη, που ζει μέσα στην ίδια την εσωτερικότητα του ανθρώπου ως «αίσθημα» και πάθος.
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό (εδώ σε προσωπογραφία του Νικολά ντε Λαρζιλιέρ) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του διαφωτισμού.
Dictionary of Greek. 2013.